- ειρηνοφόρος, -α
- ειρηνοφόρος, -α και -όφορη, -ο που φέρνει την ειρήνη: Ανοίξατε αγκαλιές ειρηνοφόρες (Δ. Σολωμός). – Πνέε, ειρηνόφορη χαρά (Κ. Παλαμάς).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.